- ανεπένδυτος
- kaplanmamış
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ανεπένδυτος — η, ο 1. (για αντικείμενα) ο χωρίς επένδυση, περίβλημα 2. (για χρήματα) όποιος δεν έχει επενδυθεί σε μετοχές, επιχειρήσεις κ.λπ … Dictionary of Greek